γεμίδι

γεμίδι
τό
1) начинка, фарш; 2) набивка (материал);

γεμίδι από πούπουλα — набивка из пуха


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γεμίδι" в других словарях:

  • γεμίδι — το [γεμίζω] το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»